ακορδέλιαστος

ακορδέλιαστος
-η, -ο [κορδελιάζω]
1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα
2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές
3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα
«ακορδέλιαστα σύκα»
4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακορδέλιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν του βάλανε κορδέλα: Τα μανίκια της μπλούζας σου είναι άσχημα ακορδέλιαστα. 2. (για παπούτσια), αυτός που δεν έχει ραφές: Βλέπω φορείς παπούτσια ακορδέλιαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”