- ακορδέλιαστος
- -η, -ο [κορδελιάζω]1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα«ακορδέλιαστα σύκα»4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.